Τετάρτη 1 Σεπτεμβρίου 2010

Γιώργος Μπλάνας (1959- )

Ο Γιώργος Μπλάνας (γενν. 1959 στην Αθήνα) είναι έλληνας ποιητής, μεταφραστής και επιμελητής εκδόσεων. Ζει κι εργάζεται στο Αιγάλεω, όπου και μεγάλωσε. Σπούδασε βιβλιοθηκονομία και ηλεκτροτεχνία και εργάστηκε μεταξύ άλλων ως βιβλιοθηκάριος και διαφημιστής. Το 1987 ντεμπουτάρισε στην ελληνική λογοτεχνία κυκλοφορώντας τη συλλογή "Η Ζωή Κολυμπά σαν Φάλαινα Ανύποπτη πριν τη Σφαγή". Το 2003 ήταν υποψήφιος των Κρατικών Βραβείων Λογοτεχνίας για το ποίημα "Επεισόδιο". Αρθρογραφεί συχνά στον αθηναϊκό τύπο και σε λογοτεχνικά περιοδικά, ενώ διατηρεί τη στήλη "Εγκυκλοπαίδεια Τεράτων" στο περιοδικό Γαλέρα σε εικονογράφηση Κώστα Κυριακάκη.



Ό,τι έχει το χρώμα της θάλασσας σου μοιάζει.
Ακολουθούν: τα νησιά,
με το πράσινο τρίχωμα των βράχων να σαλεύει στο βυθό,
οι ακρογιαλιές, πιο πέρα τα δέντρα βουβά
στις ποδιές των βουνών
κι ακόμα μακρύτερα οι πόλεις
ξαπλωμένες σαν γιγάντια γατιά στις απλωσιές:
δρόμοι, πλατείες, σπίτια, δωμάτια, κρεβάτια, εσύ
να κοιμάσαι μέσα σε θύελλες σεντονιών
κι ο ύπνος σου: διάφανο βότσαλο στο δέρμα των νερών.



 Η Αναπόφευκτη Ανθηρότητά Σου,
 αποσπάσματα
 
Τώρα, Κύριε, γνωρίζω πως ήταν η μορφή σου
μες στη γλυκειά παράδοση του δειλινού.
Θυμάμαι τον πατέρα μου όρθιο στην πόρτα της αυλής,
με τ’ ανθηρά του χέρια να θροΐζουν
στις τσέπες του παντελονιού.
Δε σκέπτεται τίποτε ή το πολύ-πολύ
πως θα πρέπει να μπαλώσει τη σκεπή
τώρα που άνοιξε ο καιρός.
Κι όμως, κάτι σε κείνο το βαθύ
γαλάζιο του απογεύματος τον πείθει
πως νίκησε το θάνατο -
κάτι σαν αίσθηση άνεσης
μέσα στα φρεσκογυαλισμένα του παπούτσια.

Αφέθηκα στα ξύλινα χέρια σου,
ακούγοντας το χρόνο να δουλεύει
με βουλιμία στης νύχτας την καρδιά.
Μικρή παρηγοριά
τα δύσκαρπά σου δάχτυλα κι ακόμη
μικρότερη η απαντοχή των λιγοστών σου φύλλων.
Όμως δεν πέρασε ποτέ απ΄ το νου μου
πως θα μπορούσα να χαθώ σ’ αυτόν τον κόσμο,
πλανούμενος σ’ ένα δάσος αυτόχειρων προσδοκιών.
Όμως δε σκέφτηκα ποτέ πως θα μπορούσε
όλη αυτή η επίμονη κατεργασία του χρόνου να κενώσει
πίστεις και βεβαιότητες,
σχήματα, χρώματα κατακτημένα.
Αφέθηκα, δε σκέφτηκα, μ’ ακόμη ελπίζω
στην αναπόφευκτη ανθηρότητά σου.

Χάνομαι τώρα· με τρομάζει
κάθε του φύλλου κίνημα και κάθε
του άνεμου στεναγμός με συνταράζει.
Πώς γίνομαι έτσι αδύναμος
μπρος στην αφεύγατη παρουσία του χρόνου;
Σπέρνω θανάτους στα όνειρα μου και πασχίζω
να κρατηθώ απ’ την απάθεια των βλαστών.
Τσιρίζεις όμως άξαφνα την αγωνία του αγριμιού
κι όταν ζυγώνει ο πανικός,
λυσσομανώντας κάμαρες πεισματικά βουβές,
χάνεσαι απ’ τη μισάνοιχτη πόρτα των ημερών μου.
























Νύχτα, αποσπάσματα

Κάποτε, κάπου, όμως: σε χρόνο καίριο,
σάμπως τα λόγια να ’χουν τον καιρό τους·
κι ένας, που νομιζότανε πουλί στις φυλλωσιές,
κι άλλος, που συχνογύριζε ’λάφι στις ερημιές,
ακούνε τη φωνή τους.
Μα εγώ μονάχα που άκουγα
ό,τι από τις σκέψεις μου έφερν’ η ακοή τους.

Κάποτε θα ’φευγες, και θα ’μουν
εγώ που θα σου το ζητούσα.
Ξέρεις, καθένας έμαθε
κάποτε, κάπου, μια φορά,
ένα μονάχα τρόπο να ’ναι ·
τ’ άλλα κουβέντες άχρηστες,
μια θλιβερή περιφορά
σε δειλινά που αρνήθηκαν
κάποτε, κάπου, μια φορά,
να μας συντρίψουν.
(Κι όμως, καθένας έμαθε
να νοσταλγεί τη συντριβή του.)
Κάποτε θα ’φευγες · πως ήταν
κάποια στιγμή που φάνηκε να σμίγουν
δρόμοι σαφώς ασύμβατοι, δεν έχει σημασία:
νύχτα, κι η νύχτα, μια φορά
τουλάχιστον, θα κάμψει την κάθε διαφορά.
Όσο για μας: αυτό που φεύγει και μακραίνει
διαφέρει κατά συντριβή
απ’ ό,τι φεύγεται και μένει.

Να ’ξερες μόνο τι σου λέω!
Μια στιγμή πριν μ’ αφανίσει
κείνο το πολυπόθητο σκοτάδι που δερόταν
στην αγκαλιά της, πέρασε μπροστά μου
το φάσμα του προσώπου σου, να εκλιπαρεί το θάνατο μου.
Κι ω, θαύμα! Αντί να ταραχτούν
τα μέλη μου, γυρεύοντας τον τρόμο να ξεφύγουν,
κάτι μέσα μου πήδησε ψηλά, ώστε να δω
το σώμα μου να χάνεται σ’ ένα βυθό αβάσταχτα δικό σου».
Έτσι σκεπτόμουνα, ώρα πολλή, κρατώντας
τα χέρια της ακίνητα μες στα δικά μου,
μη καμιά κίνηση παρα-
μικρή των πολυστέναχτων δακτύλων της με πλήξει
σαν να ’ταν πια η ψυχή μου κάτι ολότελα προσωπικό,
κι η επίμονη σιωπή μου λόγια
που μαρτυρούσαν ένα πάθος
πάντα ειπωμένο απλά και πάντα γλυκύτατα βουβό.





























                                                                                                                  Η Ζωή Κολυμπά Σαν Φάλαινα Ανύποπτη Πριν Τη Σφαγή

Η αγάπη τρέφει τη ζωή,
ο θάνατος πορεύει την αγάπη.
Σέρνουν οι πόθοι την τυφλή
καρδιά τους σ’ ένα τόπο τυφλό,
πληθαίνοντας τους ίσκιους του χρόνου,
τσιρίζοντας μια γλώσσα θερισμένη
απ’ την αλύπητη ταχύτητα του πάθους.
Πάνω, σκοτάδι μουγκό:
η σάρκα του κήτους, θολή
και πιο πάνω, ψηλά: η γαλήνη
να λιάζεται σαν γάτα γκαστρωμένη
στα σκαλιά του Παραδείσου.


Ποίηση και Φιλοσοφία, άρθρο Γιώργου Μπλάνα


Πηγή για Γιώργο Μπλάνα : http://www.poiein.gr/archives/1521/index.html



Τέχνη & Ποίησις en-texnon.blogspot.com/

1 σχόλιο:

  1. » ΕΙΠΕ Ο ΤΡΙΣΤΑΝΟΣ ΣΤΗΝ ΙΖΟΛΔΗ ΛΙΓΟ ΠΡΙΝ ΑΦΗΣΟΥΝ ΤΟ
    ΔΩΜΑΤΙΟ ΕΝΟΣ ΦΤΗΝΟΥ ΠΑΝΔΟΧΕΙΟΥ.
    Δεν ωφελεί να προσπαθήσουμε ξανά. Σε λίγο ξημερώνει
    κι αυτό το φως που μας κρατούσε συντροφιά,
    σε κάθε απελπισμένη
    έξοδο προς το φρόνημα μιας μάταιης συστολής,
    θα πάρει θέση ανάμεσα στις ξαφνικές σιωπές του μέλλοντος μας:
    ένας ακόμα άστοχος υπαινιγμός στα πρόσωπα των συνομιλητών.
    Η δύναμη να δεις˙ όχι ν’ ακούσεις ή να πεις.
    Πρέπει να σηκωθείς.
    Ησύχασε! Ένας απ’ τους δυο, χωρίς αιδώ, θα καρπωθεί
    τη νύχτα αυτή και την αβρή παράφορα της.
    Μην πεις κουβέντα!
    Ίσως φανεί ανεπιφύλακτα αδρή στην εκφορά της.
    Τις λέξεις πρέπει να φοβούνται οι εραστές, αγαπητή,
    κι αυτό που μέσα τους ορθώνει τη σιωπή και τη βορά της.

    §15. «Ας μένει πια η δύσκαρπη σπορά των αποστάσεων»,
    είπα και κάθισα στην άμμο.
    Ο άνεμος σηκωνότανε αργά, σπρώχνοντας προς το βάθος
    του ορίζοντα τα ελάχιστα σύννεφα που ’χαν απομείνει
    σ’ έναν βαθύ γαλάζιον ουρανό.
    Έμεινα κάμποσο εκεί, κοιτάζοντας το πέλαγο, σαν να μπορούσα
    με ματιά να διαγράψω το νόημα τόσου νερού,
    κι όταν το αλάτι άρχισε πια
    ν’ ασπρίζει αργά στις άκριες των μαλλιών μου
    (βράδιαζε κι ήταν η δροσιά πυκνή σαν χιόνι)
    τινάχτηκα απότομα, κι έσυρα άγρια φωνή: αυτού που βρήκε
    λόγο στην τόση ανεμοζάλη της καρδιάς του:
    «Ακόμα λάμπουν τα καρφιά των αστεριών, κι αν γέρνει
    ο ουρανός από το βάρος των δυσκίνητων θεών του,
    όμως δεν πέφτει:
    στέγη καλή, και πάντα αυτή, στα πάντα».

    ΑπάντησηΔιαγραφή

......

Δεν είναι που δεν έχεις τι να πείς

μάλλον κάποιο μυστικό άνθος άρχισε να ωριμάζει στη σιωπή σου...